- ἰθαγενές
- ἰθᾱγενές , ἰθαγενήςborn in lawful wedlockmasc/fem voc sgἰθᾱγενές , ἰθαγενήςborn in lawful wedlockneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek
στερκουλία — (sterculia). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των Στερκουλιιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της Ινδίας, Κίνας και της Κορέας. Έχει κόμη σφαιρική, ύψους έως 15 μέτρων, φλοιό πρασινωπό λείο, και φύλλα επαλλάσσοντα πολύ μεγάλα (0,30 μ.) μακρόμισχα,… … Dictionary of Greek
αξόλοφο — (axolophum). Γένος φυτών της οικογένειας των κολοκυνθοειδών. Είναι πόες ετήσιες, συνήθως αναρριχητικές. Τα άνθη των φυτών αυτών είναι μόνοικα και ο ώριμος καρπός ξερός, μακρουλός ή κυλινδρικός και πολύσπερμος. Τα πιο γνωστά είδη είναι το α. το… … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek
Αζαλέα — (azalea). Κοινή βοτανική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη των γενών α. και ροδόδενδρο, της οικογένειας των ερεικιδών. Είναι φυτά θαμνώδη, ποικίλου μεγέθους, με επιβλητική άνθηση και εντυπωσιακά λουλούδια, αειθαλή, ιθαγενή τα… … Dictionary of Greek
ανανάς — Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των βρομελιδών, ιθαγενές της τροπικής Νότιας Αμερικής. Είναι μεγάλη πολυετής πόα και έχει πολύ μικρό βλαστό, με θυσανοειδή ρόδακα, από μακριά και σαρκώδη φύλλα, με χείλη οδοντωτά και αγκαθωτά. Από το κέντρο του … Dictionary of Greek
δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… … Dictionary of Greek
ιθαγενής — ές (ΑΜ ἰθαγενής, ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής) αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος 2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» γνήσιος χρυσός) 3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα»… … Dictionary of Greek
κοάλα — Δενδρόβιο μαρσιποφόρο της οικογένειας των φαλαγγεριδών, ιθαγενές της ανατολικής Αυστραλίας, που έχει εισαχθεί και σε περιοχές της δυτικής Αυστραλίας και των κοντινών νησιών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Phascolarctos cinereus, ενώ είναι… … Dictionary of Greek
κύμινο — (Cuminum cyminum). Ετήσιο ποώδες φυτό, της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Αίγυπτο και είναι γνωστό από την αρχαιότητα με τη σημερινή του ονομασία. Έχει όρθιο, πολύκλαδο βλαστό, ύψους 20 40 εκ., με βαθιά σχισμένα… … Dictionary of Greek